- άμμος
- Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων και την πετρολογική σύστασή τους.
Ασβεστοπυριτική άμμος (φωτ. Igda).
Πυριτιοασβεστική άμμος με μεγέθυνση έξι φορές (φωτ. Igda).
* * *η (AM ἄμμος, ηΜ και ἄμμος, οΑ και ἅμμος, η)σωροί κόκκων ή λεπτών θραυσμάτων ορυκτών ή βράχων, που απαντώνται στους γιαλούς, στον βυθό θάλασσας ή λίμνης, στην κοίτη ή στις εκβολές ποταμού ή που καλύπτουν εκτάσεις ξηράς στις ερήμουςμσν.- νεοελλ.φρ. νεοελλ. «σαν την άμμο», μσν. «σὰν (τόν) ἄμμον» ή «ὑπὲρ τὸν ἄμμον», για δήλωση αναρίθμητου πλήθουςνεοελλ.1. αμμώδης έκταση, αμμουδιά2. φρ. «χτίζω στην άμμο», δημιουργώ κάτι επάνω σε ασταθή θεμέλια, σε αμφίβολη βάσηαρχ.1. ομαλό αμμώδες έδαφος κατάλληλο για ιπποδρομίες2. αμμοκονία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ως προς τη χρήση τής λ. ἄμμος αξίζει να σημειωθεί ότι πρωτοεμφανίζεται στον Πλάτωνα. Παλαιότερα, στον Όμηρο, με τη σημασία τής ἄμμου χρησιμοποιείται κυρίως η λ. ψάμαθος, σπάνια δε τα ἄμαθος και ψάμμος. Η λ. ἄμμος πλάστηκε πιθ. από το ἄμαθος με αναλογική επίδραση του ψάμμος (ή, αλλιώς, με συμφυρμό τών ἄμαθος + ψάμμος). Πρβλ. αντιστρόφως και ετυμολ. τού ψάμαθος από αναλογική επίδραση τού ἄμαθος. Το γένος τής λ. μεταπλάστηκε αργότερα σε αρσενικό (ο ἄμμος), γιατί η κατάλ. -ος θεωρήθηκε χαρακτηριστική τών αρσενικών ουσιαστικών (πρβλ. και ἡ πλάτανος > ὁ πλάτανος, ἡ θόλος > ὁ θόλος κ.τ.ό.). Διαλεκτικώς σχηματίστηκε και περιττοσύλλαβος πληθ. σε -ουδες (ἄμμουδεςπρβλ. ἆθος-ἄθουδες).ΠΑΡ. ἀμμώδηςαρχ.ἄμμινος, ἄμμιοννεοελλ.άμμουδα.ΣΥΝΘ. αμμόγειος, αμμόδρομος, αμμοδύτης, αμμοκονία, αμμοσκοπίααρχ.ἀμμοβάτης, ἀμμόνιτρον, ἀμμόχρυσοςμσν.- νεοελλ.ἀμμόχωστοςμσν.ἀμμοπλύνωνεοελλ.αμμοαργιλλώδης, αμμόγη, αμμοδίαιτος, αμμοδιυλιστήριο, αμμοδοχείο, αμμοδόχη, αμμοειδής, αμμοθεραπεία, αμμοθήκη, αμμοθύελλα, αμμοκάικο, αμμοκονίαμα, αμμόλιθος, αμμόλουτρο, αμμόλοφος, αμμομαντεία, αμμοσκέπαστος, αμμοσκεπής, αμμότοπος, αμμόφιλος, αμμοχάλικο, αμμόχορτο, αμμωρολόγιον].
Dictionary of Greek. 2013.